- προσεμβάλλουσιν
- προσεμβάλλωthrowpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)προσεμβάλλωthrowpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμβάλλω — Α [ἐμβάλλω] 1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ. β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.) 2. εισέρχομαι… … Dictionary of Greek